- εκχύνω
- και εκχέω (AM ἐκχέω)1. χύνω προς τα έξω, χύνω(«τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας»)2. μέσ. εκχύνομαια) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαιβ) εκρέω, αναβλύζωγ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαιαρχ.1. δίνω, εκτείνω, στέλνω κάτι άφθονα2. διασπείρω3. εκκενώνομαι, διοχετεύομαι4. (για σκεύος) χύνω μακριά, αδειάζω5. (για λέξεις) ξεστομίζω, προφέρω, λέγω6. σπαταλώ, καταναλώνω7. καταστρέφω, ματαιώνω8. εξαπλώνω, απλώνω, εκτείνω9. παθ. (για ανθρώπους) αναπαύομαι νωχελικά10. ρίπτω, καταρρίπτω11. απορρίπτομαι, λησμονιέμαι, ξεχνιέμαι12. (για όρκους) παραβαίνω13. μέσ. παραδίδομαι σε ένα πάθος, αισθάνομαι ευχαρίστηση14. (για ύπνο) απομακρύνω, αποτινάσσω («ἐκχέω ὕπνον»).
Dictionary of Greek. 2013.